φλαμέντας

φλαμέντας
φλαμέντᾱς , φλαμέντας
flamen
masc acc pl
φλαμέντᾱς , φλαμέντας
flamen
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλαμέντας — ου, ὁ, Α στεφανηφόρος ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flamen «στεφανηφόρος»] …   Dictionary of Greek

  • φλαμήν — ό, πληθ. φλάμονες και φλάμινες και φλαμίνιοι, Α φλαμέντας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flamen «στεφανηφόρος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”